- τουρκοχριστιανός
- ο, θηλ. τουρκοχριστιανή, Νκρυπτοχριστιανός, χριστιανός που προσποιείται τον Τούρκο, τον μωαμεθανό, για να αποφύγει τις διώξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Χριστιανός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοχριστιανοί, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.